Το surf κατατάσσεται σήμερα στα είκοσι πιο δημοφιλή και ταχύτερα αναπτυσσόμενα αθλήματα σε όλο τον κόσμο. Περίπου 30 εκατομμύρια άνθρωποι ασχολούνται με αυτό, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της International Surfing Association (ISA), ενώ οι επαγγελματίες του αθλήματος, που πρόσφατα εντάχθηκε στα Ολυμπιακά αθλήματα, ανήκουν σε μία ελίτ αθλητών, με εκατομμύρια fans και χορηγίες από μεγάλες εταιρείες. Καθόλου άσχημη εξέλιξη για ένα από τα πιο παλιά σπορ…
Το surf ξεκίνησε από τη Χαβάη και για αιώνες ήταν βασικό κομμάτι της πολυνησιακής κουλτούρας. Το He’e nalu, όπως ήταν η ονομασία του, γινόταν με κανό ή με ειδικές σανίδες φτιαγμένες από το δέντρο koa. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το 1778, στην τρίτη εκστρατεία του εξερευνητή, χαρτογράφου και καπετάνιου του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, James Cook στον Ειρηνικό, τα πλοία HMS Discovery και Resolution, έκαναν την πρώτη καταγεγραμμένη ευρωπαϊκή επίσκεψη στη Χαβάη. Στο ταξίδι αυτό ο Cook σκοτώθηκε. Ο υπολοχαγός James King ανέλαβε το καθήκον να διατηρεί τις σημειώσεις στο ημερολόγιο του Cook. Έτσι, ο ίδιος αφιέρωσε δύο ολόκληρες σελίδες στο surf, μια τεχνική την οποία ασκούσαν οι ντόπιοι στον κόλπο Kealakekua στην ακτή Kona.
Ανάμεσα σε άλλα, η πρώτη γραπτή αναφορά στο surf, περιέγραφε τα εξής: «Οι άνδρες, μερικές φορές 20 ή 30 μαζί, βάζουν τους εαυτούς τους σε ένα ωοειδές κομμάτι σανίδας στο μέγεθος και το πλάτος τους, κρατούν τα πόδια τους πάνω σε αυτό και με τα χέρια τους καθοδηγούν τη σανίδα. Περιμένουν τη στιγμή που θα έρθει το μεγαλύτερο swell που οδηγεί στην ακτή. Δίνουν ώθηση με τα χέρια τους να κρατηθούν στην κορυφή του κύματος κι αυτό τους σπρώχνει με εκπληκτική ταχύτητα. Η μεγάλη τέχνη είναι να καθοδηγούν τη σανίδα έτσι, ώστε πάντα να την κρατούν στη σωστή κατεύθυνση στην κορυφή του swell, καθώς αυτό αλλάζει κατεύθυνση».
Ως το 1779, το να παίρνεις κύματα ξαπλωμένος ή όρθιος πάνω σε μακριές σανίδες από σκληρό ξύλο, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας της Χαβάης. Μια καλή ημέρα surf απαιτούσε σωστά κύματα και για να “πείσουν” τη θάλασσα να τα φέρει, οι Χαβανέζοι βασίζονταν στους kahunas (ιερείς), οι οποίοι με ιεροτελεστίες και χορούς, προσπαθούσαν να ευχαριστήσουν τη θάλασσα.
Οι Χαβανέζοι δεν είχαν γραπτή γλώσσα μέχρι να κάνουν την εμφάνισή τους οι haole (άνθρωποι με λευκό δέρμα) και ως τότε, η ιστορία τους ήταν γραμμένη μέσα από τραγούδια που εξιστορούσαν αγάπες που γεννήθηκαν ή πέθαναν στο surf, μεγάλους κινδύνους και ηρωικές πράξεις από αρχηγούς και κοινούς θνητούς στον ωκεανό. Οι αρχηγοί σφράγιζαν την κυριαρχία τους επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους στο surf, το οποίο ήταν για εκείνους ένα είδος άθλησης που τους κρατούσε σε άριστη φυσική κατάσταση, ενώ οι κοινοί θνητοί γίνονταν διάσημοι από τον τρόπο που χειρίζονταν τα κύματα.
Πριν από την επαφή με το πλήρωμα του Cook, η Χαβάη είχε το δικό της kapu (κώδικα διακυβέρνησης), που αφορούσε τα πάντα: από το που θα έτρωγαν και πώς θα καλλιεργούσαν την τροφή τους, μέχρι πώς θα έφτιαχναν σανίδα για το surf και πώς θα προέβλεπαν αν το surf θα ήταν καλό. Η κοινωνία της Χαβάης διακρινόταν στις βασιλικές και κοινές τάξεις, διαχωρισμός που αφορούσε ακόμη και το surf. Οι ali’i (αρχηγοί) έκαναν surf σε διαφορετικούς ύφαλους και παραλίες από τους υπόλοιπους, με olo σανίδες, που είχαν μήκος περίπου 8 μέτρα. Οι κάτοικοι του νησιού έπαιρναν κύματα paipo (μπρούμυτα) ή alaia (όρθιοι) με σανίδες μέχρι 4 μέτρα.
Το τέλος του συστήματος kapu έφερε και την κατάρρευση της τελετουργικής σημασίας του surfing στη Χαβάη, και μαζί, του φεστιβάλ Makahiki, του ετήσιου εορτασμού του θεού Lono, που συνδεόταν με το surf. Οι ιεραπόστολοι εισήγαγαν τη σεμνότητα, επέβαλαν τα ρούχα και απαγόρευσαν τη στενή σχέση ανδρών και γυναικών στην ξηρά και τη θάλασσα. Με αυτή την επιβληθείσα ηθική, οι ντόπιοι έχασαν πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον για το surf, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, αφού κάποιοι συνέχισαν να διασκεδάζουν με τα κύματα.
Στο μεταξύ, στην Αγγλία, οι Βρετανοί αποφάσισαν να ασχοληθούν σοβαρά με το surfing μετά το 1885, χρησιμοποιώντας τεράστιες, ξύλινες, βαριές σανίδες κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στην Κορνουάλη. Πίσω στη Χαβάη, το 1905, ένας έφηβος με το όνομα Duke Kahanamoku και οι φίλοι του, άρχισαν να συγκεντρώνονται στην παραλία Waikiki, όπου έκαναν surf. Εκεί δημιούργησαν αργότερα το δικό τους surfing club, το Hui Nalu (το κλαμπ των κυμάτων) και είναι αυτοί που πιστώνονται την αναγέννηση του surf στη Χαβάη.
Το πέρασμα στην Καλιφόρνια
Το 1907, ο κατασκευαστής Henry Huntington ζήτησε από τον Ιρλανδό-Χαβανέζο George Freeth να κάνει μια επίδειξη surf στα εγκαίνια του σιδηροδρομικού σταθμού Redondo-Los Angeles στην παραλία Redondo. Η επίδειξη του Freeth πυροδότησε μια νέα αρχή και σύντομα οι ακτές της Καλιφόρνιας έγιναν σημεία ανάπτυξης και καινοτομίας για το surf. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1915, ο Duke Kahanamoku (ένας από τους μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς surfers), έκανε γνωστό το surf στην Αυστραλία.
Στο μεταξύ, οι τεχνολογικές εξελίξεις, μαζί με το ταχέως αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον για το surfing, συνέβαλαν περαιτέρω στην ανάπτυξή του. Στη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκαν οι πρώτες σανίδες με τη μορφή που τις ξέρουμε σήμερα, αλλά σαφώς όχι με την ίδια τεχνολογία. Ο πρώτος μεγάλος διαγωνισμός surf έγινε το 1928. Η εφεύρεση του αυτοκινήτου έδωσε στους surfers τη δυνατότητα να αρχίσουν να ψάχνουν κατά μήκος της ακτής της Καλιφόρνιας τα καλύτερα κύματα.
Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε ένας πειραματισμός στα μεγέθη, το βάρος και το σχήμα των σανίδων, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και τα fins. Στην κοινότητα των surfers το δημοφιλές θέμα συζήτησης ήταν ο σωστός εξοπλισμός για να ανταπεξέλθουν στα μεγάλα και επικίνδυνα κύματα σε μέρη όπως η βόρεια ακτή του Oahu κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα απαλά κύματα στην παραλία Waikiki ήταν ιδανικά για παιχνίδι, αλλά τα γιγαντιαία κύματα ήταν αυτά που αποτελούσαν πάντα πρόκληση για τους πραγματικά τολμηρούς surfers. Με τη δημοτικότητα να κορυφώνεται στα 50’s και τα 60’s, κυρίως στη Χαβάη, την Αυστραλία και την Καλιφόρνια, το surf άρχισε να έχει επιρροές στη μόδα, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την τέχνη, κλπ.
Η διαφήμιση ήταν η επόμενη σημαντική ώθηση για το surfing. Ο κατασκευαστής σανίδων Dale Velzy ήταν ο πρώτος που έδινε σανίδες στους ντόπιους surfers με αντάλλαγμα τα καλά τους σχόλια, ενώ έκανε την πρώτη διαφημιστική καμπάνια απευθυνόμενος στο ευρύ αμερικανικό κοινό. Ακολούθησαν ταινίες όπως το Gidget (1959) και αργότερα το Endless Summer (1966), που εκτόξευσαν τη δημοτικότητα του surf. Στο πέρασμα των χρόνων, το surf έχει εξελιχθεί σε ένα θεαματικό σπορ, με fans ανθρώπους που μοιάζουν εθισμένοι με αυτό, αναζητούν την τελειότητα και είναι πρόθυμοι να πάνε, κυριολεκτικά, στην άκρη της γης για να το βρουν…
Photos: Surfing 1778-Today, Jim Heimann www.taschen.com